- φαιρίδδω
- φαιρίδδω, [dialect] Lacon. or [dialect] Boeot. for σφαιρίζω, and [full] φαιρωτήρ for σφαιρωτήρ, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φαιρίδδω — Α (κατά τον Ησύχ.) βλ. σφαιρίζω … Dictionary of Greek
σφαιρίζω — ΝΜΑ, και λακων. τ. φαιρίδδω Α [σφαῑρα] παίζω σφαίρα, παίζω μπάλα («οἱ παῑδες οἱ σφαιρίζοντες», Πλάτ.) αρχ. παθ. σφαιρίζομαι α) ρίχνομαι και κυλιέμαι σαν μπάλα β) (κατά τον Ησύχ.) «ἐτυμπανίσθησαν, ἐκρεμάσθησαν, ἐσφαιρίσθησαν» … Dictionary of Greek